- ἡμερόπιτυς
- ἡμερό-πῐτυς, υος, ἡ,A cultivated pine, Hsch. s.v. μήκωνες.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημερόπιτυς — ἡμερόπιτυς, ίτυος, ἡ (Α) καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»] … Dictionary of Greek
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek